καραβόσκαρο

καραβόσκαρο
το
ναυτ. ιστιοφόρο σκάφος που έχει, άσχετα από μέγεθος και εκτόπισμα, το κανονικό σχήμα καραβιού, δηλ. με πρύμνη όχι οξεία, όπως στα τρεχαντήρια, αλλά στρογγυλευμένη ή αβακωτή, όπως στα μεγάλα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + σκαρί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γολέτα — Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”